Νέα κατάταξη των κόσμων που ίσως κρύβουν ζωή

Ο Τιτάνας και ο Gliese581g πρώτοι στον σχετικό κατάλογο













Δείτε ένα βίντεο για τον Τιτάνα και τις πιθανότητες να υπάρχει ζωή εκεί




Διεθνής ομάδα επιστημόνων μελέτησε τις συνθήκες που επικρατούν σε πλανήτες και φεγγάρια εντός και εκτός του ηλιακού μας συστήματος και δημιούργησαν έναν κατάλογο με εκείνους στους οποίους υπάρχουν αυξημένες πιθανότητες να έχουν αναπτυχθεί κάποιες μορφές ζωής. Στις πρώτες θέσεις του καταλόγου είναι ο δορυφόρος του Κρόνου, Τιτάνας και ο πλανήτης Gliese581g που βρίσκεται στον αστερισμό του Ζυγού.

Οι δείκτες της ζωής

Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δύο δείκτες στην μελέτη τους, έναν που αφορούσε ομοιότητες με τις γήινες συνθήκες και έναν σχετικό με συνθήκες που δεν υπάρχουν στην Γη αλλά θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην ανάπτυξη και συντήρηση κάποιων μορφών ζωής.

«Το πρώτο ερώτημα είναι αν οι συνθήκες που επικρατούν στη Γη υπάρχουν και σε άλλους κόσμους γεγονός κρίσιμο από τη στιγμή που γνωρίζουμε ότι οι γήινες συνθήκες ευνοούν την ύπαρξη της ζωής. Το δεύτερο ερώτημα είναι αν οι συνθήκες που επικρατούν σε άλλους πλανήτες μπορούν να υποστηρίξουν μορφές ζωής που μπορεί να μην είναι γνωστές σε εμάς»
αναφέρει ο Ντιρκ Σουλτζ Μάκιουτς, του Πολιτειακού Πανεπιστημίου Ουάσιγκτον, μέλος της ερευνητικής ομάδας.

Ο κατάλογος


Οι ερευνητές έφτιαξαν τον κατάλογο των κόσμων που πιθανώς φιλοξενούν ζωή λαμβάνοντας υπόψη μια σειρά δεδομένων όπως αν πρόκειται για βραχώδεις ή αέριους πλανήτες, το είδος της επιφάνειάς τους (π.χ αν είναι παγωμένη) αν διαθέτουν ατμόσφαιρα, αν διαθέτουν μαγνητικό πεδίο, αν διαθέτουν οργανικές ενώσεις και αν υπάρχουν εκεί διαλύτες σε υγρή μορφή οι οποίοι επιτρέπουν χημικές αντιδράσεις και διεργασίες που συνδέονται με τη δημιουργία ζωής.

Οι «δικοί μας» υποψήφιοι

Οι ερευνητές δημιούργησαν ένα κατάλογο με τους κόσμους που έχουν αυξημένες πιθανότητες να διαθέτουν ήδη ή να μπορούν να αναπτύξουν στο μέλλον κάποιες μορφές ζωής. Όσον αφορά το ηλιακό μας σύστημα το πιθανότερο σημείο που μπορεί να υπάρχει ή να υπάρξει ζωή αργότερα είναι ο Τιτάνας. Η εξερεύνηση του Τιτάνα από το διαστημικό σκάφος Cassini αποκάλυψε ότι βρίσκεται σε μια μορφή που μοιάζει με εκείνη που βρισκόταν η Γη στα πρώιμα στάδια της ύπαρξης της.

Βασικότερο γεωλογικό χαρακτηριστικό του Τιτάνα είναι οι μεγάλες λίμνες μεθανίου οι οποίες σύμφωνα με τους επιστήμονες εξατμίζονται δημιουργώντας νέφη τα οποία στη συνέχεια ρίχνουν υπό μορφή βροχής υδρογονάνθρακες στην επιφάνεια «ζωντανεύοντας» εκ νέου τις λίμνες.

Το Cassini εντόπισε κάποιες βιοχημικές αντιδράσεις οι οποίες θα μπορούσαν να προέρχονται από την παρουσία εξωτικών μορφών μικροβιακής ζωής που έχουν καταφέρει να αναπτυχθούν και να επιβιώνουν στον δορυφόρο του Κρόνου. Σύμφωνα με την μελέτη ο Άρης και ο Ερμής είναι μετά τον Τιτάνα τα πιθανότερα σημεία ύπαρξης ζωής στο ηλιακό μας σύστημα.

Οι εξωηλιακοί υποψήφιοι

Από τους περίπου 600 πλανήτες που έχουν ανακαλυφθεί έξω από το ηλιακό μας σύστημα εκείνος που σύμφωνα με την μελέτη συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες να διαθέτει ζωή είναι ο Gliese 581g.

Πρόκειται για έναν πλανήτη που βρίσκεται σε απόσταση 20.5 ετών φωτός από εμάς και ανήκει σε ένα ηλιακό σύστημα που αποτελείται από 4 (πιθανώς και 5) πλανήτες. Άλλος ένας πλανήτης με υψηλές πιθανότητες για ύπαρξη ζωής είναι ο HD 69830d, ένας πλανήτης αερίου στο μέγεθος του Ποσειδώνα που βρίσκεται στον αστερισμό της Πρύμνης σε απόσταση περίπου 1400 ετών φωτός από εμάς.

Πηγη

Τα νετρίνα τρέχουν όντως ταχύτερα απ' το φως

Νέες μετρήσεις επιβεβαιώνουν τα αρχικά αποτελέσματα του CERN


Τα νετρίνα επιμένουν να κινούνται ταχύτερα από το φως στο τούνελ του πειράματος OPERA σε πείσμα των «διαφωνούντων». Οι νέες πιο «ενισχυμένες» μετρήσεις που έγιναν στον επιταχυντή του CERN επιβεβαίωσαν τα αρχικά αποτελέσματα, τα οποία φαίνονται σιγά σιγά να χάνουν τον «απίστευτο» χαρακτήρα τους και να παγιώνονται όλο και περισσότερο.

Η είδηση στις 22 Σεπτεμβρίου ότι τα υποατομικά σωματίδια μπορούν να ξεπεράσουν – έστω και για 60 νανοδευτερόλεπτα – την ταχύτητα του φωτός, αψηφώντας τη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν αναστάτωσε την επιστημονική κοινότητα προκαλώντας έντονες αντιπαραθέσεις και αμφισβητήσεις. Ακόμη και ορισμένα μέλη της ίδιας της ερευνητικής ομάδας είχαν προτιμήσει να μην συνυπογράψουν τη σχετική ανακοίνωση διατηρώντας ορισμένες επιφυλάξεις.

Υστερα από τις τελευταίες μετρήσεις ωστόσο οι ερευνητές δηλώνουν πλέον βέβαιοι για τα αποτελέσματά τους. Τόσο ώστε να τα υποβάλουν προς αξιολόγηση προκειμένου να δημοσιευθούν σε ευρωπαϊκή επιστημονική επιθεώρηση, τη φορά αυτή με την υπογραφή περισσότερων μελών της ομάδας.

Μικρότερες δέσμες

Οι περισσότερες αντιρρήσεις που είχαν εκφραστεί για τα πρώτα αποτελέσματα είχαν επικεντρωθεί σε δύο κυρίως σημεία. Το ένα αφορούσε το περιθώριο λάθους των στατιστικών αναλύσεων. Το δεύτερο αφορούσε το γεγονός ότι, επειδή τα νετρίνα κινούνταν σε μακρές (σχετικά μεγάλης διάρκειας) δέσμες, δεν μπορούσε να εξακριβωθεί με απόλυτη βεβαιότητα αν τα σωματίδια που έφθαναν στο «τέρμα» της διαδρομής στο Γκραν Σάσο ήταν τα ίδια με εκείνα που είχαν ξεκινήσει από την «αφετηρία» στη Γενεύη.

Στη δεύτερη σειρά πειραμάτων, που διεξήχθησαν από την 21η Οκτωβρίου ως τις 6 Νοεμβρίου, οι ερευνητές μείωσαν τη διάρκεια των δεσμών προσδίδοντας μεγαλύτερη ακρίβεια. Οι 20 συγκρούσεις που παρακολούθησαν μπορεί να ωχριούν αριθμητικά μπροστά στις 16.000 που είχαν καταγραφεί στα τρία χρόνια του αρχικού πειράματος, είναι όμως πολύ πιο «σίγουρες». Και επιβεβαιώνουν όλες τις προηγούμενες.

Επίσης τα μέλη της ερευνητικής ομάδας ήλεγξαν ξανά τις στατιστικές τους αναλύσεις και επιβεβαίωσαν ότι το περιθώριο λάθους είναι ακριβώς 10% –τόσο δηλαδή ώστε να είναι αποδεκτό. Οι δυο αυτές επιβεβαιώσεις προσδίδουν νέο κύρος στα αποτελέσματα του OPERA.

Αξιόπιστο τεστ συνέπειας

«Μετρήσεις οι οποίες είναι τόσο λεπτές και έχουν τόσο βαθιές επιπτώσεις στη Φυσική απαιτούν εξαιρετικά εξονυχιστική επανεξέταση» δήλωσε με ανακοίνωσή του ο Φερνάντο Φερόνι, πρόεδρος του Εθνικού Ινστιτούτου Πυρηνικής Φυσικής της Ιταλίας, ενός από τους φορείς που συμμετέχουν στο πείραμα.

«Το πείραμα OPERA, χάρη σε μια ειδικά προσαρμοσμένη δέσμη ακτίνων πραγματοποίησε ένα σημαντικό τεστ συνέπειας του αποτελέσματός του» συμπλήρωσε ο φυσικός, προσθέτοντας: «η θετική έκβαση αυτού του τεστ μας κάνει πιο σίγουρους για το αποτέλεσμά μας, αν και η τελική λέξη θα ειπωθεί μόνον αν ανάλογα τεστ γίνουν σε άλλους επιταχυντές».

Η νέα «σιγουριά» για τα αποτελέσματα του πειράματος είναι έκδηλη και στο γεγονός ότι αυτή τη φορά τα αποτελέσματα συνυπογράφονται και από μέλη της ερευνητικής ομάδας που αρχικά είχαν εκφράσει επιφυλάξεις.

«Η μέτρηση φαίνεται αξιόπιστη» δήλωσε ένας εξ αυτών, ο Λούκα Στάνκο του Εθνικού Ινστιτούτου Πυρηνικής Φυσικής της Ιταλίας, μιλώντας στο περιοδικό «New Scientist». «Δεχθήκαμε πολλές επικρίσεις και οι περισσότερες από αυτές καταρρίπτονται» τόνισε ο φυσικός, προσθέτοντας ωστόσο ότι, αν και υπέγραψε το προσχέδιο της μελέτης, εξακολουθεί να πιστεύει ότι η δημοσίευσή της πριν από τη διεξαγωγή άλλων πειραμάτων είναι πρόωρη.

Το Ηλιακό Σύστημα «περιείχε κάποτε έναν ακόμα γιγάντιο πλανήτη»

Χαμένος στο Διάστημα: ένας παλιός μας γείτονας δεν αποκλείεται να κυκλοφορεί κάπου εκεί έξω


Ένας γιγάντιος πλανήτης στο μέγεθος του Ποσειδώνα δεν αποκλείεται να εξοστρακίστηκε από το Ηλιακό Σύστημα στα αρχικά στάδια της εξέλιξής του, υπολογίζουν Αμερικανοί ερευνητές.

Η υπόθεση του επιπλέον πλανήτη προτείνεται ως εξήγηση σε ένα μυστήριο που απασχολεί τους πλανητολόγους εδώ και καιρό: γιατί οι (υπόλοιποι) πλανήτες βρίσκονται στις θέσεις όπου τους βλέπουμε σήμερα;

Η μελέτη της κίνησης των πλανητών και των σωμάτων της Ζώνης του Κούιπερ -ενός βασιλείου παγωμένων αστεροειδών πέρα από την τροχιά του Ποσειδώνα- υποδεικνύει ότι το Ηλιακό Σύστημα πρέπει να πέρασε μια μεγάλη αναστάτωση 600 εκατομμύρια χρόνια μετά το σχηματισμό του.

Λόγω αυτής της «δυναμικής αστάθειας», πολλά μικρά σώματα πρέπει να εκτινάχθηκαν προς τα έξω, μέχρι τη Ζώνη του Κούιπερ, ενώ ο Δίας πρέπει να μετακινήθηκε πιο κοντά στον Ήλιο.

Το σενάριο αυτό παρουσιάζει όμως ένα πρόβλημα: οι προσομοιώσεις που τρέχουν οι επιστήμονες εδώ και χρόνια δείχνουν ότι η μεταπήδηση του Δία σε νέα τροχιά θα είχε διαταράξει σε υπερβολικό βαθμό τις τροχιές των εσωτερικών πλανητών. Σε πολλές προσομοιώσεις, για παράδειγμα, η Γη συγκρούεται με τον Άρη ή την Αφροδίτη.

Μια πιθανή λύση προτείνεται τώρα από τον Ντέιβιντ Νεσβόρνι του Ερευνητικού Ινστιτούτου Southwest στο Τέξας. Ο αστρονόμος εκτιμά ότι το πρόβλημα θα λυνόταν αν το νεαρό Ηλιακό Σύστημα περιείχε έναν ακόμα γιγάντιο πλανήτη, στο μέγεθος του Ουρανού ή του Ποσειδώνα, ο οποίος εκτινάχθηκε στο διαστρικό διάστημα λόγω της δυναμικής αστάθειας.

Ο «εξοστρακισμός» αυτού του πλανήτη θα επέτρεπε στον Δία να μετακινηθεί προς τα μέσα χωρίς να διαταράξει τόσο πολύ τις τροχιές των εσωτερικών πλανητών. Στις προσομοιώσεις του Νεσβόρνι, η προσθήκη του επιπλέον πλανήτη πράγματι οδηγεί στην κατάσταση που παρατηρούμε σήμερα στο Ηλιακό Σύστημα.

Εξάλλου, επισημαίνει ο ερευνητής στο Astrophysical Research Letters, η υπόθεση του εξοστρακισμένου πλανήτη ενισχύεται από την ανακάλυψη πολλών «αδέσποτων» πλανητών που κινούνται χαμένοι στο διαστρικό κενό.

Πηγή

Μελετώντας τον ουρανό (ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ)

Για τους πρώτους παρατηρητές, το Σύμπαν ήταν το βασίλειο των θεών. Έλεγχαν μέρα και νύχτα τις μετακινήσεις του Ήλιου, της Σελήνης, των αστερισμών και των περιπλανώμενων άστρων, που σήμερα ονομάζουμε πλανήτες.

Σήμερα, η κίνηση των άστρων ελάχιστα διαφέρει απ’ αυτήν που έβλεπαν εκείνοι, οι πρώτοι παρατηρητές. Αυτό που έχει αλλάξει, είναι η γνώση μας. Ο μύθος παραχώρησε τη θέση του στην Επιστήμη…

Δείτε το Ντοκιμαντέρ:




Η μακρινή και παγωμένη Έρις είναι σχεδόν τέλεια δίδυμη του Πλούτωνα

Η Έρις και ο Πλούτων βρίσκονται στη λεγόμενη ''Ζώνη Κούιπερ'', ένα δακτύλιο παγωμένων ουρανίων σωμάτων πέρα από την τροχιά του Ποσειδώνα


Αν και η αινιγματική Έρις στις εσχατιές του ηλιακού μας συστήματος είναι πολύ πιο πυκνή και ακόμα πιο παγωμένη από τον Πλούτωνα, οι δύο μακρινοί νάνοι πλανήτες αποτελούν σχεδόν τέλειους διδύμους, καθώς έχουν σχεδόν το ίδιο μέγεθος, όπως δείχνουν για πρώτη φορά νέες ακριβέστερες αστρονομικές μετρήσεις.

Οι ευρωπαίοι αστρονόμοι, με επικεφαλής τον Μπρούνο Σικαρντί του πανεπιστημίου Μαρί Κιουρί και του Αστεροσκοπείου του Παρισιού, κατάφεραν να μετρήσουν τη διάμετρο της Έριδος, χρησιμοποιώντας τα τηλεσκόπια του Ευρωπαϊκού Νοτίου Παρατηρητηρίου στη Χιλή, καθώς ο μικρός πλανήτης περνούσε μπροστά από ένα αχνό άστρο.

Επρόκειτο για τεχνικό άθλο, καθώς η Έρις βρισκόταν σε απόσταση από τη Γη 100 φορές μεγαλύτερη από ό,τι η Γη από τον Ήλιο. Πρόκειται για το πιο μακρινό ουράνιο σώμα στο ηλιακό μας σύστημα, που έχει ποτέ παρατηρηθεί με αυτή την μέθοδο. Η ανακάλυψη, που παρουσιάστηκε στο περιοδικό "Nature", σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο, ανατρέπει τις αρχικές εκτιμήσεις των επιστημόνων.

Όταν η Έρις (η οποία πήρε το όνομα της θεάς της φιλονικίας στην ελληνική μυθολογία) ανακαλύφθηκε το 2005, θεωρήθηκε πολύ μεγαλύτερη από τον Πλούτωνα, τον θεωρούμενο για πολλά χρόνια εξώτατο πλανήτη του ηλιακού μας συστήματος, ο οποίος είχε ανακαλυφθεί το 1930.

Μάλιστα, η ανακάλυψή της -και η λανθασμένη εκτίμηση για το μέγεθός της- έπαιξε μεγάλο ρόλο που το 2006 η Διεθνής Αστρονομική Ένωση ''υποβάθμισε'' τον Πλούτωνα στην ''μικρή'' κατηγορία των νάνων-πλανητών (μαζί με τον μεγάλο αστεροειδή Δήμητρα και τα ουράνια σώματα Μακεμάκε και Χαουμέα), μία απόφαση που μέχρι σήμερα συναντά αντιδράσεις από αρκετούς αστρονόμους, αλλά και τον πολύ κόσμο.

Η νέα ακριβέστερη μέτρηση θα βοηθήσει τους επιστήμονες να καταλάβουν καλύτερα τη σύνθεση και την εξελικτική ιστορία της Έριδος, η οποία διαθέτει μια λευκή πολύ αντανακλαστική επιφάνεια, πράγμα που σημαίνει ότι πιθανότατα είναι καλυμμένη με ένα λεπτό στρώμα παγωμένου αζώτου. Η Έρις αντανακλά περίπου το 96% του προσπίπτοντος φωτός του Ήλιου (έναντι 60% που αντανακλά ο Πλούτων), γεγονός που την καθιστά, μαζί με τον παγωμένο δορυφόρο Εγκέλαδο του Κρόνου, ένα από τα πιο αντανακλαστικά σώματα στο ηλιακό μας σύστημα.

Η Έρις και ο Πλούτων βρίσκονται στη λεγόμενη ''Ζώνη Κούιπερ'', ένα δακτύλιο παγωμένων ουρανίων σωμάτων πέρα από την τροχιά του Ποσειδώνα. Η Έριδα είναι ακόμα πιο μακριά από τον Ήλιο σε σχέση με τον ''δίδυμό'' της, με συνέπεια να χρειάζεται 556 γήινα χρόνια για να κάνει μια πλήρη ελλειπτική περιφορά γύρω από τον Ήλιο, έναντι 248 ετών που χρειάζεται ο Πλούτων.

Η Έρις, που έχει σφαιρικό σχήμα, υπολογίστηκε ότι έχει διάμετρο 2.326 χιλιόμετρα (συν/πλην 12 χλμ), ενώ ο Πλούτων, για τον οποίο οι μέχρι τώρα υπολογισμοί είναι λιγότερο ακριβείς, εκτιμάται ότι έχει διάμετρο της τάξης των 2.300 έως 2.400 χιλιομέτρων. Η θερμοκρασία στην Έριδα δεν ξεπερνά τους μείον 238 βαθμούς Κελσίου, ενώ πιστεύεται ότι διαθέτει μια αραιή και περιστασιακή ατμόσφαιρά πλούσια σε μεθάνιο, αν και οι τελευταίες παρατηρήσεις δεν επιβεβαίωσαν την ύπαρξη τέτοιας ατμόσφαιρας.

Η Έρις, πέριξ της οποίας υπάρχει ένας μικρός δορυφόρος, η Δυσνομία, υπολογίστηκε ότι είναι κατά 27% βαρύτερη από τον Πλούτωνα, πράγμα που σημαίνει ότι, αφού και οι δύο έχουν ίδιο μέγεθος, είναι πολύ πυκνότερη από αυτόν (περίπου 2,5 γραμμάρια ανά κυβικό εκατοστό έναντι 2 του Πλούτωνα και 5,5 της Γης). Η αυξημένη πυκνότητα σημαίνει ότι κατά πάσα πιθανότητα η Έρις είναι περισσότερο βραχώδης από τον Πλούτωνα, ο οποίος διαθέτει περισσότερο πάγο, όπως δήλωσε ένας από τους ερευνητές, ο Εμανουέλ Ζεάν του Ινστιτούτου Αστροφυσικής του πανεπιστημίου της Λιέγης στο Βέλγιο.